Dictionary of Greek. 2013.
παρύψωμα — τὸ, Μ [παρυψώ] η μικρή ανύψωση, το να υψώσει κάποιος λίγο κάτι … Dictionary of Greek
συμπαρυψώ — όω, Μ [παρυψῶ] υπερυψώνω συγχρόνως … Dictionary of Greek